Η ανακοίνωση της Επιτρόπου Εμπορίου, Σεσίλια Μάλμστρομ, ότι η Κομισιόν θα στείλει την συμφωνία ΕΕ-Καναδά (CETA) στα εθνικά κοινοβούλια προς έγκριση δεν είναι υποχώρηση, όπως παρουσιάστηκε, αλλά ένας ελιγμός με στόχο να τεθεί η συμφωνία σε ισχύ το ταχύτερο δυνατόν και μάλιστα ανεξάρτητα από τη βούληση των κοινοβουλίων. Μέσα από την νέα γενιά εμπορικών συμφωνιών (TTIP-CETA-TISA) η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί την κατοχύρωση των εταιρικών συμφερόντων σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος- και όταν προσκρούει σε αντιδράσεις, υπόσχεται να επιτρέψει στα κοινοβούλια των κρατών-μελών να ψηφίσουν, αφού πρώτα τεθεί η συμφωνία σε “προσωρινή” εφαρμογή.
Αν όλα εξελιχθούν με βάση το χρονοδιάγραμμα της Κομισιόν, στις αρχές του 2017 η CETA θα τεθεί σε ισχύ.
Κατ’ αυτό τον τρόπο,
o Η Ελλάδα και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ θα επιτρέψουν στις καναδικές εταιρείες και σε κάθε πολυεθνική που έχει θυγατρική στον Καναδά (δηλαδή σε όλες) να προσφεύγουν σε ιδιωτικά δικαστήρια* καταγγέλλοντας νόμους που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον και διεκδικώντας υπέρογκες αποζημιώσεις- κάτι που δεν θα μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν αν προσέφευγαν στα εθνικά δικαστήρια, όπως κάνουν οι απλοί πολίτες αλλά και οι εγχώριοι επενδυτές. Και μόνο η απειλή τέτοιου είδους προσφυγών θα δέσει πισθάγκωνα τα χέρια των νομοθετών σε όλη την Ευρώπη.
o Επίσης, όπως στην μνημονιακή Ελλάδα τα νομοσχέδια εγκρίνονται από την Τρόικα, έτσι και σε όλη την Ευρώπη, από τις αρχές του 2017 τα νομοσχέδια θα περνούν από ειδικές επιτροπές Ευρωπαίων και Καναδών τεχνοκρατών, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δεν θίγουν το διατλαντικό εμπόριο.
o Παράλληλα, οι κολοσσιαίες καναδέζικες κτηνοτροφικές μονάδες θα είναι ελεύθερες να συντρίψουν την ελληνική κτηνοτροφία, στέλνοντας χωρίς περιορισμούς στην ευρωπαϊκή αγορά φτηνό βοδινό με ορμόνες, αφού η CETA δεν καταργεί μεν απευθείας τα ευρωπαϊκά διατροφικά στάνταρντς, αλλά αναγνωρίζει τα καναδικά ως ισοδύναμα.
Τίποτα απ όλα αυτά δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί χωρίς την συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης. Υπάρχουν περίοδοι στην πολιτική που το καλύτερο είναι κανείς να σωπαίνει, αλλά υπάρχουν και στιγμές που οφείλει να πάρει θέση, ζυγίζοντας τα πραγματικά δεδομένα.
Οπουδήποτε κι αν τεθεί προς ψήφιση η συμφωνία CETA (στο Συμβούλιο των αρχηγών ή στο Συμβούλιο των Υπουργών Εμπορίου) και όποτε κι αν γίνει αυτό (Ιούλιο ή το πιθανότερο, Σεπτέμβριο του 2016), η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να πει όχι, ενταφιάζοντάς την. Το λιγότερο που μπορεί να κάνει, αν δεν έχει το κουράγιο να ακυρώσει συνολικά την συμφωνία, είναι να καταψηφίσει την προσωρινή εφαρμογή.
Αν οι κυβερνήσεις δεν σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, αν βάλουν την υπογραφή τους στην CETA χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι συναινούν στην αυτοκατάργησή τους, το τελευταίο ανάχωμα θα είναι το ευρωκοινοβούλιο. Οποτεδήποτε κι αν έρθει η συμφωνία προς ψήφιση στο ευρωκοινοβούλιο (Νοέμβριο, Δεκέμβριο του 2016 ή Ιανουάριο του 2017) οι Ελληνίδες και οι Έλληνες ευρωβουλευτές οφείλουν να την απορρίψουν.
Οι αντιδράσεις εκατομμυρίων πολιτών σε όλη την Ευρώπη εντείνονται όσο πλησιάζει η στιγμή των αποφάσεων. Στις 5 Ιουλίου, Κομισιόν παραδέχθηκε ότι το πολιτικό κλίμα κατά της CETA στο συμβούλιο αρχηγών ήταν τόσο αρνητικό ώστε να μην μπορεί να προτείνει την υπογραφή της χωρίς την υπόσχεση της έγκρισης από τα εθνικά κοινοβούλια. Ας την βοηθήσουμε να διαπιστώσει ότι ούτε αυτό αρκεί.
*Η CETA προβλέπει μηχανισμούς διαιτησίας, στους οποίους έχουν δικαίωμα προσφυγής μόνο οι ξένοι επενδυτές και οι οποίοι αποφασίζουν με βάση το κείμενο της συνθήκης, δηλαδή με βάση την πρωτοκαθεδρία του εμπορίου, απέναντι σε όλα τα άλλα έννομα αγαθά. Η βασική φιλοσοφία -ειδική κατηγορία δικαιωμάτων για τους ξένους επενδυτές- δεν έχει αλλάξει παρά τις μικρές βελτιώσεις και την μετονομασία του μηχανισμού από ISDS σε ICS.
Αθήνα 7 Ιουλίου 2016